- οξ(ε)ιδωτικός
- η , ό[ν] окислительный, вызывающий окисление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οξ(ε)ιδωτικός — ή, ό χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οξείδωση 2. αυτός που μπορεί να προκαλέσει οξείδωση 3. φρ. «οξειδωτικό μέσο» χημ. σώμα που έχει την ιδιότητα να οξειδώνει άλλα σώματα ή σώμα ικανό να παρέχει οξυγόνο ή και, γενικότερα, σώμα το οποίο … Dictionary of Greek